- ἵκοι'
- ἵκοιο , ἱκνέομαιcomeaor opt mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἵκοι — ἵ̱κοῑ , ἵκω come pres opt act 3rd sg ἵκοῑ , ἱκνέομαι come aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… … Dictionary of Greek